ανομοιότητα

ανομοιότητα
η
έλλειψη ομοιότητας στη μορφή, το μέγεθος κτλ.: Βρίσκεις πως υπάρχει ανομοιότητα ανάμεσα στα δύο αυτά πράγματα;

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ανομοιότητα — η (AM ἀνομοιότης) διαφορά, ανισότητα …   Dictionary of Greek

  • ἀνομοιότητα — ἀνομοιότης unlikeness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλλοίωση — Η μεταβολή· η μετατροπή· η τροποποίηση· η νοθεία· η παραποίηση· η αποσύνθεση. (Μουσ.) Στη μουσική, η τροποποίηση της οξύτητας ενός ήχου μέσα στα πλαίσια της κλίμακας. Σημειώνεται με ειδικά σημεία που ονομάζονται σημεία α. και τοποθετούνται δίπλα… …   Dictionary of Greek

  • ανομοιογένεια — η διαφορά, ανομοιότητα στο γένος, ανομοιομορφία …   Dictionary of Greek

  • ανομοιομορφία — η έλλειψη ομοιομορφίας, ανομοιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανομοιόμορφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον νομικό και ιστοριοδίφη Σπ. Ζαμπέλιο] …   Dictionary of Greek

  • ανομοιοποιός — ἀνομοιοποιός, όν (Μ) αυτός που προκαλεί ανομοιότητα, ανομοιομορφία …   Dictionary of Greek

  • ανωμαλία — Η έλλειψη ομαλότητας· αναστάτωση, ακαταστασία· εκτροπή από το κανονικό. (Αστρον.) αληθινή α. Η γωνία που σχηματίζει ο μεγάλος άξονας της ελλειπτικής τροχιάς ενός ουράνιου σώματος (πλανήτης, δορυφόρος κλπ.) με την επιβατική ακτίνα του σώματος,… …   Dictionary of Greek

  • ανόμοιος — α, ο (AM ἀνόμοιος, ον) αυτός που δεν είναι όμοιος με κάτι ή κάποιον, διαφορετικός μσν. νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. η ανομοιότητα μσν. οἱ Ἀνόμοιοι Αρειανοί των άκρων, οι οποίοι πίστευαν ότι ο Υιός δεν έχει καμιά ομοιότητα με τον Πατέρα …   Dictionary of Greek

  • γνώση — I Η δυνατότητα να αποδίδουμε σε ένα αντικείμενο τα πραγματικά χαρακτηριστικά του. Το αντικείμενο της γ. μπορεί να είναι ένα ιστορικό γεγονός, ένα συμβάν που μπορεί να επαναληφθεί, μια αφηρημένη έννοια, ένα συναίσθημα, μια αξία κλπ. Αυτό που του… …   Dictionary of Greek

  • διάφορο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 48 κάτ.) του νομού Ξάνθης. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μύκης. * * * το (AM διάφορον) τόκος χρημάτων («έβαλα τα χρήματα μου στο διάφορο») νεοελλ. 1. κέρδος, ωφέλεια,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”